αεριόφωτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αεριόφωτο | τα | αεριόφωτα |
γενική | του | αεριόφωτου | των | αεριόφωτων |
αιτιατική | το | αεριόφωτο | τα | αεριόφωτα |
κλητική | αεριόφωτο | αεριόφωτα | ||
Συγκρίνετε μη την κλίση για το αεριόφως. | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αεριόφωτο < αεριόφ(ως) + κατάληξη της δημοτικής, -ωτο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.e.ɾiˈo.fo.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ε‐ρι‐ό‐φω‐το
Ουσιαστικό
επεξεργασίααεριόφωτο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αεριόφωτο
|