phase
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
phase | phases |
phase (en)
- η φάση (το στάδιο μιας διαδικασίας)
- (αστρονομία) η φάση
- (φυσική) η φάση
- η όψη, η πλευρά
- this problem has many phases
- η κατάσταση όπου δύο μηχανισμοί βρισκονται σε συγχρονισμό μεταξύ τους
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | phase |
γ΄ ενικό ενεστώτα | phases |
αόριστος | phased |
παθητική μετοχή | phased |
ενεργητική μετοχή | phasing |
phase (en)
- σχεδιάζω ή προγραμματίζω κάτι για να είναι διαθέσιμο όταν το χρειαστώ
- συγχρονίζω
Σύνθετα
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαphase (fr) θηλυκό