ενεστώτας phase out
γ΄ ενικό ενεστώτα phases out
αόριστος phased out
παθητική μετοχή phased out
ενεργητική μετοχή phasing out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
phase out < → δείτε τις λέξεις phase και out

phase out (en)