phase out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | phase out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | phases out |
αόριστος | phased out |
παθητική μετοχή | phased out |
ενεργητική μετοχή | phasing out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαphase out (en)
Πηγές
επεξεργασία- phase out - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 811. ISBN 9780194325684., λήμμα: σταδιακός