fazo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fazo | fazoj |
αιτιατική | fazon | fazojn |
fazo (eo)
- η φάση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fazo | fazoj |
αιτιατική | fazon | fazojn |
fazo (eo)