Ετυμολογία

επεξεργασία
φάσκω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φάσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰeh₂- (λέγω)

φάσκω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



 
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.

Για μορφοποίηση: grc.


  Ετυμολογία

επεξεργασία
φάσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰeh₂- (λέγω) (πρόσφυμα -σκ- στο θέμα φα- κατά μετάπτωση του θέματος φη-, όπως και το φημί)

φάσκω

Αρχικοί χρόνοι

επεξεργασία

Ρήμα που ακόμα και στα αρχαία ελληνικά ήταν δόκιμο σε λίγους μόνον τύπους και το οποίο αλληλοσυμπληρωνόταν με το ρήμα φημί: από τον ενεστώτα ήταν δόκιμη η υποτακτική φάσκω, η ευκτική φάσκοιμι, το απαρέμφατο φάσκειν και η μετοχή φάσκων, φάσκουσα, φάσκον. Από τους άλλους χρόνους δόκιμος μόνον ο παρατατικός: ἔφασκον

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία