ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διαβεβαίωσῐς αἱ διαβεβαιώσεις
      γενική τῆς διαβεβαιώσεως τῶν διαβεβαιώσεων
      δοτική τῇ διαβεβαιώσει ταῖς διαβεβαιώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διαβεβαίωσῐν τὰς διαβεβαιώσεις
     κλητική ! διαβεβαίωσῐ διαβεβαιώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαβεβαιώσει
γεν-δοτ τοῖν  διαβεβαιωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαβεβαίωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διαβεβαιόω, δια-βεβαιω- + -σις < → δείτε τη λέξη βέβαιος
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: διαβεβαίωση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαβεβαίωσις, -εως θηλυκό