διαβεβαίωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διαβεβαίωσῐς | αἱ | διαβεβαιώσεις | ||||
γενική | τῆς | διαβεβαιώσεως | τῶν | διαβεβαιώσεων | ||||
δοτική | τῇ | διαβεβαιώσει | ταῖς | διαβεβαιώσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | διαβεβαίωσῐν | τὰς | διαβεβαιώσεις | ||||
κλητική ὦ! | διαβεβαίωσῐ | διαβεβαιώσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαβεβαιώσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | διαβεβαιωσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διαβεβαίωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διαβεβαιόω, δια-βεβαιω- + -σις < → δείτε τη λέξη βέβαιος
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: διαβεβαίωση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαβεβαίωσις, -εως θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- διαβεβαίωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.