φάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαφάω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τρώω
- θα φάω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τρώω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φάω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰā (λάμπω) όπως και το σανσκριτικό bhās (λαμπρότητα)
Ρήμα
επεξεργασίαφάω