φωστήρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
φωστηρ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | φωστήρ | οἱ | φωστῆρες | ||||
γενική | τοῦ | φωστῆρος | τῶν | φωστήρων | ||||
δοτική | τῷ | φωστῆρῐ | τοῖς | φωστῆρσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | φωστῆρᾰ | τοὺς | φωστῆρᾰς | ||||
κλητική ὦ! | φωστήρ | φωστῆρες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φωστῆρε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | φωστήροιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φωστήρ < φω- (φῶς) < αρχαία ελληνική φαυστήρ < θέμα φαυ- + σ- + -τήρ [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφωστήρ αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- που δίνει φως
- (μεταφορικά) ακτινοβολία, αίγλη
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- φωστήρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φωστήρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.