ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
φωστηρ-
ονομαστική φωστήρ οἱ φωστῆρες
      γενική τοῦ φωστῆρος τῶν φωστήρων
      δοτική τῷ φωστῆρ τοῖς φωστῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν φωστῆρ τοὺς φωστῆρᾰς
     κλητική ! φωστήρ φωστῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φωστῆρε
γεν-δοτ τοῖν  φωστήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φωστήρ < φω- (φῶς) < αρχαία ελληνική φαυστήρ < θέμα φαυ- + σ- + -τήρ [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φωστήρ αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  1. που δίνει φως
     συνώνυμα: φωτοδότης
  2. (μεταφορικά) ακτινοβολία, αίγλη

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.