φωτοδότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φωτοδότης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φωτοδότης < αρχαία ελληνική φάος + δίδωμι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφωτοδότης αρσενικό (θηλυκό φωτοδότρα & φωτοδότρια)
- (και ως επίθετο) που δίνει φως
- ⮡ ο φωτοδότης ήλιος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φωτοδότης
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | φωτοδότης | οἱ | φωτοδόται |
γενική | τοῦ | φωτοδότου | τῶν | φωτοδοτῶν |
δοτική | τῷ | φωτοδότῃ | τοῖς | φωτοδόταις |
αιτιατική | τὸν | φωτοδότην | τοὺς | φωτοδότᾱς |
κλητική ὦ! | φωτοδότᾰ | φωτοδόται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φωτοδότᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φωτοδόταιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφωτοδότης αρσενικό (θηλυκό φωτοδότις)
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- φωτοδότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.