Δείτε επίσης: φωτοδότις, φωτοδώτης
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φωτοδότης οἱ φωτοδόται
      γενική τοῦ φωτοδότου τῶν φωτοδοτῶν
      δοτική τῷ φωτοδότ τοῖς φωτοδόταις
    αιτιατική τὸν φωτοδότην τοὺς φωτοδότᾱς
     κλητική ! φωτοδότ φωτοδόται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φωτοδότ
γεν-δοτ τοῖν  φωτοδόταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
φωτοδότης < φωτο- + -δότης

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φωτοδότης αρσενικό (θηλυκό φωτοδότις)

Άλλες γραφές

επεξεργασία