φωτοδότις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφωτοδότις θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) θηλυκό του φωτοδότης, η φωτοδότρα
Πηγές
επεξεργασία- φωτοδότις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.