Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωτοδότρα οι φωτοδότρες
      γενική της φωτοδότρας
    αιτιατική τη φωτοδότρα τις φωτοδότρες
     κλητική φωτοδότρα φωτοδότρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωτοδότρα < φωτοδότης + κατάληξη θηλυκού -τρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φωτοδότρα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη φωτοδότης

  Μεταφράσεις επεξεργασία