↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκοτοδότης οι σκοτοδότες
      γενική του σκοτοδότη των σκοτοδοτών
    αιτιατική τον σκοτοδότη τους σκοτοδότες
     κλητική σκοτοδότη σκοτοδότες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκοτοδότης < μεσαιωνική ελληνική σκοτοδότης[1] αρχαία ελληνική σκότος + δίδωμι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκοτοδότης αρσενικό

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σκοτοδότης - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)