Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Φαέθων < αρχαία ελληνική Φαέθων < φαέθων μτχ του ρήματος φαέθω < φάος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Φαέθων αρσενικό και Φαέθοντας

  • ανδρικό όνομα (γενική: του Φαέθοντος και του Φαέθοντα)
  1. (ελληνική μυθολογία) → δείτε τη λέξη Φαέθων
  2. (αστρονομία) αστεροειδής

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Φαέθων < φαέθων, μετοχή του ρήματος φαέθω < φάος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Φαέθων αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία