revealing
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | revealing |
συγκριτικός | more revealing |
υπερθετικός | most revealing |
revealing (en)
- αποκαλυπτικός, που αποκαλύπτει κάτι που κρατιέται κρυφό
- ⮡ His testimony was revealing for the case.
- Η μαρτυρία του υπήρξε αποκαλυπτική για την υπόθεση.
- ⮡ His testimony was revealing for the case.
- αποκαλυπτικός, για ρούχα
- ⮡ revealing cleavage - αποκαλυπτικό ντεκολτέ
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαrevealing (en)