Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός revealing
συγκριτικός more revealing
υπερθετικός most revealing

revealing (en)

  1. αποκαλυπτικός, που αποκαλύπτει κάτι που κρατιέται κρυφό
    ⮡  His testimony was revealing for the case.
    Η μαρτυρία του υπήρξε αποκαλυπτική για την υπόθεση.
  2. αποκαλυπτικός, για ρούχα
    ⮡  revealing cleavage - αποκαλυπτικό ντεκολτέ

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

revealing (en)