πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεσκέπασμα τα ξεσκεπάσματα
      γενική του ξεσκεπάσματος των ξεσκεπασμάτων
    αιτιατική το ξεσκέπασμα τα ξεσκεπάσματα
     κλητική ξεσκέπασμα ξεσκεπάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεσκέπασμα < ξεσκεπάζω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξεσκέπασμα ουδέτερο

  1. η αφαίρεση του σκεπάσματος από το κρεβάτι, σκεπασμένα έπιπλα, ΙΧ κ.λπ. αντικείμενα
  2. η αφαίρεση των στοιχείων που σκέπαζαν ή συσκότιζαν την αλήθεια, η αποκάλυψή της

Μεταφράσεις

επεξεργασία