Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεσκέπασμα τα ξεσκεπάσματα
      γενική του ξεσκεπάσματος των ξεσκεπασμάτων
    αιτιατική το ξεσκέπασμα τα ξεσκεπάσματα
     κλητική ξεσκέπασμα ξεσκεπάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεσκέπασμα < ξεσκεπάζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεσκέπασμα ουδέτερο

  1. η αφαίρεση του σκεπάσματος από το κρεβάτι, σκεπασμένα έπιπλα, ΙΧ κ.λπ. αντικείμενα
  2. η αφαίρεση των στοιχείων που σκέπαζαν ή συσκότιζαν την αλήθεια, η αποκάλυψή της

  Μεταφράσεις επεξεργασία