ξεσκέπασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ξεσκέπασμα < ξεσκεπάζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξεσκέπασμα ουδέτερο
- η αφαίρεση του σκεπάσματος από το κρεβάτι, σκεπασμένα έπιπλα, ΙΧ κ.λπ. αντικείμενα
- η αφαίρεση των στοιχείων που σκέπαζαν ή συσκότιζαν την αλήθεια, η αποκάλυψή της
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξεσκέπασμα