Δείτε επίσης: Δωρίζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δωρίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δωρίζω[1][2] < δῶρ(ον) + -ίζω ή δώρ(ο) + -ίζω[3] Περισσότερα στον ελληνιστικό τύπο δωριεῖται. Διαφορετικό το αρχαίο Δωρίζω (< Δωριεύς).

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðoˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δω‐ρί‐ζω

δωρίζω, αόρ.: δώρισα, παθ.φωνή: δωρίζομαι, π.αόρ.: δωρίστηκα, μτχ.π.π.: δωρισμένος

  1. κάνω δώρο
     συνώνυμα: χαρίζω
  2. κάνω μια δωρεά

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη δώρο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. δωρίζωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. s.v. δώρο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. δωρίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας



  Ετυμολογία

επεξεργασία
δωρίζω < δῶρ(ον) + -ίζω. Η παθητική φωνή, ήδη < 5ος αιώνας ελληνιστική κοινή στον τύπο δωριεῖται. Διαφορετικό το αρχαίο Δωρίζω (< Δωριεύς).

δωρίζω

  • όπως δωρίζω, κάνω δώρο ή δωρεά
    ※  17ος αιώνας [γλώσσα: όψιμη μεσαιωνική - πρώιμη νεοελληνική] Ιάκωβος ιερομόναχος, «Βακτηρία των αρχιερέων», 146
    Περὶ δωρεᾶς, ὅτι δὲν δωρίζει ἡ γυναίκα τίποτες τῷ ἀνδρί



  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
δωρίζω (ελληνιστική κοινή) → δείτε τη λέξη Δωρίζω < δωρική διάλεκτος δωρίσδω* (< αρχαία ελληνική Δωριεύς)

δωρίζω (ελληνιστική κοινή)

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
*δωρίζω (ελληνιστική κοινή): → δείτε  *δωρίζομαι (< αρχαία ελληνική δῶρον)

*δωρίζω (ελληνιστική κοινή)