δωρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δωρίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δωρίζω[1][2] < δῶρ(ον) + -ίζω ή δώρ(ο) + -ίζω[3] Περισσότερα στον ελληνιστικό τύπο δωριεῖται. Διαφορετικό το αρχαίο Δωρίζω (< Δωριεύς).
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðoˈɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δω‐ρί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαδωρίζω, αόρ.: δώρισα, παθ.φωνή: δωρίζομαι, π.αόρ.: δωρίστηκα, μτχ.π.π.: δωρισμένος
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη δώρο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δωρίζω | δώριζα | θα δωρίζω | να δωρίζω | δωρίζοντας | |
β' ενικ. | δωρίζεις | δώριζες | θα δωρίζεις | να δωρίζεις | δώριζε | |
γ' ενικ. | δωρίζει | δώριζε | θα δωρίζει | να δωρίζει | ||
α' πληθ. | δωρίζουμε | δωρίζαμε | θα δωρίζουμε | να δωρίζουμε | ||
β' πληθ. | δωρίζετε | δωρίζατε | θα δωρίζετε | να δωρίζετε | δωρίζετε | |
γ' πληθ. | δωρίζουν(ε) | δώριζαν δωρίζαν(ε) |
θα δωρίζουν(ε) | να δωρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δώρισα | θα δωρίσω | να δωρίσω | δωρίσει | ||
β' ενικ. | δώρισες | θα δωρίσεις | να δωρίσεις | δώρισε | ||
γ' ενικ. | δώρισε | θα δωρίσει | να δωρίσει | |||
α' πληθ. | δωρίσαμε | θα δωρίσουμε | να δωρίσουμε | |||
β' πληθ. | δωρίσατε | θα δωρίσετε | να δωρίσετε | δωρίστε | ||
γ' πληθ. | δώρισαν δωρίσαν(ε) |
θα δωρίσουν(ε) | να δωρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δωρίσει | είχα δωρίσει | θα έχω δωρίσει | να έχω δωρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις δωρίσει | είχες δωρίσει | θα έχεις δωρίσει | να έχεις δωρίσει | έχε δωρισμένο | |
γ' ενικ. | έχει δωρίσει | είχε δωρίσει | θα έχει δωρίσει | να έχει δωρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δωρίσει | είχαμε δωρίσει | θα έχουμε δωρίσει | να έχουμε δωρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε δωρίσει | είχατε δωρίσει | θα έχετε δωρίσει | να έχετε δωρίσει | έχετε δωρισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν δωρίσει | είχαν δωρίσει | θα έχουν δωρίσει | να έχουν δωρίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) δωρισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) δωρισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) δωρισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) δωρισμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δωρίζομαι | δωριζόμουν(α) | θα δωρίζομαι | να δωρίζομαι | ||
β' ενικ. | δωρίζεσαι | δωριζόσουν(α) | θα δωρίζεσαι | να δωρίζεσαι | ||
γ' ενικ. | δωρίζεται | δωριζόταν(ε) | θα δωρίζεται | να δωρίζεται | ||
α' πληθ. | δωριζόμαστε | δωριζόμαστε δωριζόμασταν |
θα δωριζόμαστε | να δωριζόμαστε | ||
β' πληθ. | δωρίζεστε | δωριζόσαστε δωριζόσασταν |
θα δωρίζεστε | να δωρίζεστε | (δωρίζεστε) | |
γ' πληθ. | δωρίζονται | δωρίζονταν δωριζόντουσαν |
θα δωρίζονται | να δωρίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δωρίστηκα | θα δωριστώ | να δωριστώ | δωριστεί | ||
β' ενικ. | δωρίστηκες | θα δωριστείς | να δωριστείς | δωρίσου | ||
γ' ενικ. | δωρίστηκε | θα δωριστεί | να δωριστεί | |||
α' πληθ. | δωριστήκαμε | θα δωριστούμε | να δωριστούμε | |||
β' πληθ. | δωριστήκατε | θα δωριστείτε | να δωριστείτε | δωριστείτε | ||
γ' πληθ. | δωρίστηκαν δωριστήκαν(ε) |
θα δωριστούν(ε) | να δωριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω δωριστεί | είχα δωριστεί | θα έχω δωριστεί | να έχω δωριστεί | δωρισμένος | |
β' ενικ. | έχεις δωριστεί | είχες δωριστεί | θα έχεις δωριστεί | να έχεις δωριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει δωριστεί | είχε δωριστεί | θα έχει δωριστεί | να έχει δωριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε δωριστεί | είχαμε δωριστεί | θα έχουμε δωριστεί | να έχουμε δωριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε δωριστεί | είχατε δωριστεί | θα έχετε δωριστεί | να έχετε δωριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν δωριστεί | είχαν δωριστεί | θα έχουν δωριστεί | να έχουν δωριστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι δωρισμένος - είμαστε, είστε, είναι δωρισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν δωρισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν δωρισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι δωρισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι δωρισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι δωρισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι δωρισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία- αρχαία ελληνικά : δωρέω / δωρῶ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ δωρίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ s.v. δώρο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ δωρίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία- δωρίζω < δῶρ(ον) + -ίζω. Η παθητική φωνή, ήδη < 5ος αιώνας ελληνιστική κοινή στον τύπο δωριεῖται. Διαφορετικό το αρχαίο Δωρίζω (< Δωριεύς).
Ρήμα
επεξεργασίαδωρίζω
- όπως δωρίζω, κάνω δώρο ή δωρεά
- ※ 17ος αιώνας [γλώσσα: όψιμη μεσαιωνική - πρώιμη νεοελληνική] Ιάκωβος ιερομόναχος, ⌘«Βακτηρία των αρχιερέων», 146
- Περὶ δωρεᾶς, ὅτι δὲν δωρίζει ἡ γυναίκα τίποτες τῷ ἀνδρί
- ※ 17ος αιώνας [γλώσσα: όψιμη μεσαιωνική - πρώιμη νεοελληνική] Ιάκωβος ιερομόναχος, ⌘«Βακτηρία των αρχιερέων», 146
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- δωρίζω (ελληνιστική κοινή) → δείτε τη λέξη Δωρίζω < δωρική διάλεκτος δωρίσδω* (< αρχαία ελληνική Δωριεύς)
Ρήμα
επεξεργασίαδωρίζω (ελληνιστική κοινή)
- → δείτε τη λέξη Δωρίζω
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- *δωρίζω (ελληνιστική κοινή): → δείτε *δωρίζομαι (< αρχαία ελληνική δῶρον)
Ρήμα
επεξεργασία*δωρίζω (ελληνιστική κοινή)