Δείτε επίσης: δωρίζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Δωρίζω (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική Δωρ(ιεύς) ή για τη γλώσσα Δωρ(ίς) + -ίζω < δωρική διάλεκτος *δωρίσδω που μαρτυρείται στον τύπο δωρίσδεν του Θεόκριτου.

Δωρίζω/ δωρίζω (ελληνιστική κοινή)

  1. μιμούμαι τους Δωριείς στον τρόπο ζωής
  2. μιλάω όπως οι Δωριείς, μιλάω τη δωρική διάλεκτο

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • Στις εκδόσεις αρχαίων κειμένων, συνήθως Δωρίζω (όλα τα παράγωγα κυρίου ονόματος, με κεφαλαίο αρχικό) αλλά και δωρίζω

Άλλες μορφές

επεξεργασία