Δωριεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Δωριεύς | οἱ | Δωριεῖς - Δωριῆς* |
γενική | τοῦ | Δωριέως & Δωριῶς |
τῶν | Δωριέων & Δωριῶν |
δοτική | τῷ | Δωριεῖ | τοῖς | Δωριεῦσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | Δωριέᾱ & Δωριᾶ |
τοὺς | Δωριέᾱς & Δωριᾶς |
κλητική ὦ! | Δωριεῦ | Δωριεῖς - Δωριῆς* | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Δωριῆ1 ή Δωριεῖ2 | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Δωριέοιν | ||
Κλίνεται όπως το βασιλεύς με επιπλέον συνηρημένους τύπους. * αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'ἁλιεύς' όπως «ἁλιεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαΔωριεύς αρσενικό
- (εθνικό όνομα) που ανήκει στη φυλή των Δωριέων
Συγγενικά
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΔωριεύς αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Δωριείς στη Βικιπαίδεια
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «δωρικός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- Δωριεύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Δωριεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.