Δωρικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Δωρικός | οἱ | Δωρικοί |
γενική | τοῦ | Δωρικοῦ | τῶν | Δωρικῶν |
δοτική | τῷ | Δωρικῷ | τοῖς | Δωρικοῖς |
αιτιατική | τὸν | Δωρικόν | τοὺς | Δωρικούς |
κλητική ὦ! | Δωρικέ | Δωρικοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Δωρικώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Δωρικοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Δωρικός αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Δωρικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Δωρικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press