Δείτε επίσης: δωρικός

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Δωρικός < Δωρι(εύς) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Δωρικός Δωρική τὸ Δωρικόν
      γενική τοῦ Δωρικοῦ τῆς Δωρικῆς τοῦ Δωρικοῦ
      δοτική τῷ Δωρικ τῇ Δωρικ τῷ Δωρικ
    αιτιατική τὸν Δωρικόν τὴν Δωρικήν τὸ Δωρικόν
     κλητική ! Δωρικέ Δωρική Δωρικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Δωρικοί αἱ Δωρικαί τὰ Δωρικᾰ́
      γενική τῶν Δωρικῶν τῶν Δωρικῶν τῶν Δωρικῶν
      δοτική τοῖς Δωρικοῖς ταῖς Δωρικαῖς τοῖς Δωρικοῖς
    αιτιατική τοὺς Δωρικούς τὰς Δωρικᾱ́ς τὰ Δωρικᾰ́
     κλητική ! Δωρικοί Δωρικαί Δωρικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Δωρικώ τὼ Δωρικᾱ́ τὼ Δωρικώ
      γεν-δοτ τοῖν Δωρικοῖν τοῖν Δωρικαῖν τοῖν Δωρικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Κύριο όνομα

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Δωρικός οἱ Δωρικοί
      γενική τοῦ Δωρικοῦ τῶν Δωρικῶν
      δοτική τῷ Δωρικ τοῖς Δωρικοῖς
    αιτιατική τὸν Δωρικόν τοὺς Δωρικούς
     κλητική ! Δωρικέ Δωρικοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Δωρικώ
γεν-δοτ τοῖν  Δωρικοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Δωρικός αρσενικό