Απαρέμφατο

επεξεργασία

δωρίσδεν

  • (άπαξ λεγόμενον) απαρέμφατο ενεργητικού ενεστώτα του δωρίσδω, δωρικός τύπος του Δωρίζειν του Δωρίζω (ελληνιστική κοινή)
    ※  3ος αιώνας πκε [δωρική διάλεκτος] Θεόκριτος, Εἰδύλλια , 15. Συρακούσιαι ἢ Ἀδωνιάζουσαι @perseus.tufts.edu, στίχος 90 (στίχοι 88-90) Η Πραξινόη απαντάει σε ειρωνικό σχόλιο για την ομιλία της (και της Γοργώς).
    [Πραχινόα/Πραξινόα] ὡς δ᾽ εἰδῇς καὶ τοῦτο: Κορίνθιαι εἰμὲς ἄνωθεν,
    ὡς καὶ ὁ Βελλεροφῶν: Πελοποννασιστὶ λαλεῦμες:
    δωρίσδεν δ᾽ ἔξεστι δοκῶ τοῖς Δωριέεσσι.
    [Πραξινόη] Μάθε και τούτο ακόμα, πως μέσ᾽ από την Κόρινθον είν᾽ η καταγωγή μας
    με το Βελλεροφόντη· εκεί τα δωρικά μιλούνε
    κι εμείς μιλούμε δωρικά κι είναι δικαίωμα μας.
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Πολέμης @greek-language.gr Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Φέξη.
    [Πραξινόη] Και να ξέρεις και τούτο: κρατάμε από την Κόρινθο,
    όπως και ο Βελλεροφών. Μιλάμε τη γλώσσα των Πελοποννησίων·
    δικαιούνται, φαντάζομαι, οι Δωριείς να μιλούν δωρικά.
    Μετάφραση: Κ. Θ. Στεφανόπουλος. Βουκολική ποίηση @greek-language.gr Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Ποίησης.
    [Πραξινόη] κι άκου να δεις κι αυτό: εμείς είμαστε Κορίνθιες πάππου προς πάππου
    όπως κι ο Βελλερεφόντης: Πελοποννησιακά μιλάμε:
    γιατί, να μιλάνε δωρικά, δικαιούνται, νομίζω, οι Δωριείς.
    Απόδοση λέξεων: το Βικιλεξικό

Σημειώσεις

επεξεργασία