δωρίσδω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασία*δωρίσδω / Δωρίσδω
- δωρικός τύπος του δωρίζω / Δωρίζω (ελληνιστική κοινή) - μαρτυρείται στο απαρέμφατο ενεστώτα δωρίσδεν
Πηγές
επεξεργασία- δωρίζω, Δωρίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.