δωρίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðoˈɾi.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δω‐ρί‐ζο‐μαι
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαδωρίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος δωρίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασία*δωρίζομαι (ελληνιστική κοινή) (αμάρτυρο ρήμα μέσοπαθητικής φωνής χωρίς ενεργητική φωνή)
Πηγές
επεξεργασία- δωρίζομαι - Diccionario Griego-Español (DGE en línea) [Λεξικό ελληνικών (αρχαίων) - ισπανικών online] (στα ισπανικά) του Francisco R. Adrados (Φρανθίσκο Αδράδος) & Juan Rodríguez Somolinos, έως στο λήμμα «ἔξαυος» (συντομογραφίες).
- δωρίζομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.