ενεστώτας provide
γ΄ ενικό ενεστώτα provides
αόριστος provided
παθητική μετοχή provided
ενεργητική μετοχή providing

provide (en)

  1. παρέχω, δίνω κάτι σε κάποιον ή το κάνω διαθέσιμο για χρήση
    ⮡  The trees provide pleasant shade.
    Τα δέντρα παρέχουν ευχάριστη σκιά.
    ⮡  I have repeatedly pointed out the need for providing clear guidance.
    Έχω επανειλημμένως επισημαίνει την ανάγκη παροχής σαφούς καθοδήγησης.
  2. (επίσημο, provide that) ορίζω ότι, προβλέπω ότι, για έναν νόμο ή κανόνα που δηλώνει ότι κάτι θα συμβεί ή πρέπει να συμβεί
    ⮡  The contract provides that
    Το συμβόλαιο ορίζει ότι
    ⮡  A clause in the agreement provides that
    Ένας όρος στην συμφωνία προβλέπει ότι

Παράγωγα

επεξεργασία