provide
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | provide |
γ΄ ενικό ενεστώτα | provides |
αόριστος | provided |
παθητική μετοχή | provided |
ενεργητική μετοχή | providing |
Ρήμα επεξεργασία
provide (en)
ενεστώτας | provide |
γ΄ ενικό ενεστώτα | provides |
αόριστος | provided |
παθητική μετοχή | provided |
ενεργητική μετοχή | providing |
provide (en)