provide for
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | provide for |
γ΄ ενικό ενεστώτα | provides for |
αόριστος | provided for |
παθητική μετοχή | provided for |
ενεργητική μετοχή | providing for |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαprovide for (en)
- νοικοκυρεύω, δίνω σε κάποιον τα πράγματα που χρειάζεται για να ζήσει, όπως φαγητό, χρήματα και ρούχα
- ⮡ I want, my child, to provide for you, as long as I live.
- Θέλω, παιδί μου, να σε νοικοκυρέψω, όσο ζω.
- ⮡ He provided for all of his children.
- Νοικοκύρεψε όλα του τα παιδιά.
- ⮡ I want, my child, to provide for you, as long as I live.