παραέχω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπαραέχω
- έχω σε υπερβολικό βαθμό
- αυτός ο τύπος παραέχει θράσος
- σε ρόλο βοηθητικού ρήματος αντί του έχω για να δηλωθεί υπερβολή
- αυτό το παιδί παραέχει πάρει αέρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραέχω
|