Ετυμολογία

επεξεργασία
παραέχω < παρα- + έχω

παραέχω

  1. έχω σε υπερβολικό βαθμό
    αυτός ο τύπος παραέχει θράσος
  2. σε ρόλο βοηθητικού ρήματος αντί του έχω για να δηλωθεί υπερβολή
    αυτό το παιδί παραέχει πάρει αέρα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία