Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρέχομαι < παθητική φωνή του ρήματος παρέχω

  Ρήμα επεξεργασία

παρέχομαι

→ δείτε τη λέξη παρέχω