αντιπαροχή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /an.di.pa.ɾoˈçi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐πα‐ρο‐χή
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντιπαροχή θηλυκό
- (λόγιο) η ανταπόδοση κάποιας παροχής
- (νομικός όρος, οικονομία) η παροχή ενός οικοπέδου σε εργολάβο ή κατασκευαστή, με αντάλλαγμα την απόκτηση μιας ή περισσότερων ιδιοκτησιών στο οικοδόμημα που θα ανεγερθεί
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιπαροχή