Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιπαροχή οι αντιπαροχές
      γενική της αντιπαροχής των αντιπαροχών
    αιτιατική την αντιπαροχή τις αντιπαροχές
     κλητική αντιπαροχή αντιπαροχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιπαροχή < αντι- + παροχή

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /an.di.pa.ɾoˈçi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντι‐πα‐ρο‐χή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντιπαροχή θηλυκό

  1. (λόγιο) η ανταπόδοση κάποιας παροχής
  2. (νομικός όρος, οικονομία) η παροχή ενός οικοπέδου σε εργολάβο ή κατασκευαστή, με αντάλλαγμα την απόκτηση μιας ή περισσότερων ιδιοκτησιών στο οικοδόμημα που θα ανεγερθεί

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία