εργολάβος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εργολάβος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐργολάβος
- για το γλυκό < άγνωστης ετυμολογίας [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eɾ.ɣoˈla.vos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ερ‐γο‐λά‐βος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεργολάβος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) πρόσωπο που συμβάλλεται με τον κύριο του έργου και αναλαμβάνει την εκτέλεση ολόκληρου του έργου ή τμήματός του, ανεξάρτητα από την ιδιότητα με την οποία φέρεται ασφαλισμένος σε ασφαλιστικό οργανισμό.
- στα δημόσια έργα ο ανάδοχος, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 3 του ν.1418/84 ([Π.Δ. 305/96]).
- (γλυκό) γλύκισμα με αμύγδαλα
- (παρωχημένο) εραστής
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις έργο και λαμβάνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία 1,2
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εργολάβος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας