Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eɾ.ɣo.la.viˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ερ‐γο‐λα‐βι‐κά

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

εργολαβικά < εργολαβικός +

  Επίρρημα επεξεργασία

εργολαβικά

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα εργολαβικά
      γενική των εργολαβικών
    αιτιατική τα εργολαβικά
     κλητική εργολαβικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

εργολαβικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εργολαβικός στον πληθυντικό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εργολαβικά ουδέτερο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 3 επεξεργασία

εργολαβικά: κλιτικός ΄τυπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

εργολαβικά

  Πηγές επεξεργασία