entrepreneur
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
entrepreneur | entrepreneurs |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαentrepreneur (en)
- (επάγγελμα) ο/η επιχειρηματίας
- ⮡ He succeeded because he is a daring entrepreneur.
- Πέτυχε, γιατί είναι τολμηρός επιχειρηματίας.
- ⮡ He succeeded because he is a daring entrepreneur.
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαentrepreneur (fr)