↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η υπεργολάβος οι υπεργολάβοι
      γενική του/της υπεργολάβου των υπεργολάβων
    αιτιατική τον/την υπεργολάβο τους/τις υπεργολάβους
     κλητική υπεργολάβε υπεργολάβοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπεργολάβος < υπ- + εργολάβος (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική subcontractor)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υπεργολάβος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία