↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπεργολαβικός η υπεργολαβική το υπεργολαβικό
      γενική του υπεργολαβικού της υπεργολαβικής του υπεργολαβικού
    αιτιατική τον υπεργολαβικό την υπεργολαβική το υπεργολαβικό
     κλητική υπεργολαβικέ υπεργολαβική υπεργολαβικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπεργολαβικοί οι υπεργολαβικές τα υπεργολαβικά
      γενική των υπεργολαβικών των υπεργολαβικών των υπεργολαβικών
    αιτιατική τους υπεργολαβικούς τις υπεργολαβικές τα υπεργολαβικά
     κλητική υπεργολαβικοί υπεργολαβικές υπεργολαβικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπεργολαβικός < υπεργολάβος + -ικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.peɾ.ɣo.la.viˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐περ‐γο‐λα‐βι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

υπεργολαβικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία