υπεργολαβικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπεργολαβικός < υπεργολάβος + -ικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.peɾ.ɣo.la.viˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐περ‐γο‐λα‐βι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαυπεργολαβικός
- που έχει σχέση με υπεργολάβο ή υπεργολαβία ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία- υπεργολαβικά
- υπεργολαβικώς
- → δείτε τις λέξεις υπεργολάβος, εργολάβος, έργο και λαμβάνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπεργολαβικός
|