Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία 1Επεξεργασία

πάροχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πάροχος < παρέχω

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

πάροχος, -ος, -ο

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  Ετυμολογία 2Επεξεργασία

πάροχος: ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου πάροχος, και θηλυκό

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η πάροχος οι πάροχοι
      γενική του/της παρόχου των παρόχων
    αιτιατική τον/την πάροχο τους/τις παρόχους
     κλητική πάροχε πάροχοι
Κατηγορία όπως «κάτοχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

πάροχος αρσενικό ή θηλυκό

  1. που παρέχει υπηρεσίες, φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει προϊόν, υπηρεσία κ.ά.
     συνώνυμα: προμηθευτής
  2. (ειδικότερα) (πληροφορική) εταιρεία που παρέχει υπηρεσίες διαδικτύου
    ποιαν εταιρεία έχεις πάροχο για τη σύνδεσή σου στο internet;

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία