πάροχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασίαπάροχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πάροχος < παρέχω
Επίθετο
επεξεργασίαπάροχος, -ος, -ο
Συγγενικά
επεξεργασία- πλουσιοπάροχος
- → και δείτε τις λέξεις παροχή και παρέχω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασίαπάροχος: ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου πάροχος, και θηλυκό
Ουσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | πάροχος | οι | πάροχοι |
γενική | του/της | παρόχου | των | παρόχων |
αιτιατική | τον/την | πάροχο | τους/τις | παρόχους |
κλητική | πάροχε | πάροχοι | ||
Κατηγορία όπως «κάτοχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
πάροχος αρσενικό ή θηλυκό
- που παρέχει υπηρεσίες, φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει προϊόν, υπηρεσία κ.ά.
- (ειδικότερα) (πληροφορική) εταιρεία που παρέχει υπηρεσίες διαδικτύου
- ⮡ ποιαν εταιρεία έχεις πάροχο για τη σύνδεσή σου στο internet;
Συγγενικά
επεξεργασία- δικαιοπάροχος
- → και δείτε τις λέξεις παροχή και παρέχω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .