approvisionnement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
approvisionnement | approvisionnements |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαapprovisionnement (fr) αρσενικό
- η τροφοδοσία, ο εφοδιασμός
- η προμήθεια
ενικός | πληθυντικός |
approvisionnement | approvisionnements |
approvisionnement (fr) αρσενικό