désapprovisionnement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- désapprovisionnement < dés- + approvisionnement
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
désapprovisionnement | désapprovisionnements |
désapprovisionnement (fr) αρσενικό
- κατάργηση μιας τροφοδοσίας, ενός εφοδιασμού
- αφαίρεση μιας προμήθειας