Ετυμολογία

επεξεργασία
désapprovisionnement < dés- + approvisionnement

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
désapprovisionnement désapprovisionnements

désapprovisionnement (fr) αρσενικό

  1. κατάργηση μιας τροφοδοσίας, ενός εφοδιασμού
  2. αφαίρεση μιας προμήθειας

Συγγενικά

επεξεργασία