Ετυμολογία

επεξεργασία
equipment < (άμεσο δάνειο) γαλλική équipement, αναλύεται σε equip + -ment

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɪˈkwɪpmənt/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

equipment (en)

  1. (μη μετρήσιμο) ο εξοπλισμός, το εφόδιο, οτιδήποτε είναι απαραίτητο (το αντικείμενο)
    ⮡  mechanical equipment - μηχανικός εξοπλισμός
    ⮡  personal equipment - ατομικά εφόδια
    ⮡  Where did you leave your equipment?
    Πού άφησες τον εξοπλισμό σου;
     συνώνυμα: supplies, gear
  2. (μη μετρήσιμο) ο εξοπλισμός με τα απαραίτητα (η ενέργεια)
    ⮡  The construction of the hospital finished, yet they have still not begun its equipment.
    H κατασκευή του νοσοκομείου τελείωσε δεν έχει όμως ακόμα αρχίσει ο εξοπλισμός του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη supply
  3. (τηλεπικοινωνίες, πληροφορική) η συσκευή, ο εξοπλισμός [1]
    συντομογραφία: EQ [1]

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 «συσκευή», «εξοπλισμός», «EQ» από αναζήτηση «equipment» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.