Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
gear gears

gear (en)

  1. η ταχύτητα, οι διάφορες σχέσεις στροφών του κινητήρα του αυτοκινήτου προς τις στροφές των τροχών του
      Careless use of the clutch may damage the gears.
    Η απρόσεκτη χρήση του συμπλέκτη μπορεί να προκαλέσει ζημιά στις ταχύτητες.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο), η ταχύτητα, μια συγκεκριμένη θέση των ταχυτήτων σε ένα όχημα
      Put it in fourth gear now.
    Βάλε την τέταρτη ταχύτητα τώρα.
  3. (μη μετρήσιμο) ο εξοπλισμός, τα είδη, τα αντικείμενα που απαιτούνται για μια συγκεκριμένη δραστηριότητα
      climbing gear - ορειβατικός εξοπλισμός
      Have you bought the necessary gear for camping?
    Έχεις αγοράσει τον απαραίτητο εξοπλισμό για το κάμπινγκ;
      hunting gear - είδη κυνηγιού
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη equipment
  4. (μη μετρήσιμο, ανεπίσημο) τα ρούχα
      Do you like my new gear?
    Σου αρέσουν τα καινούρια μου ρούχα;
  5. (μη μετρήσιμο, ανεπίσημο) τα πράγματα που κατέχει ένα άτομο
      He left all his gear at my house.
    Άφησε όλα του τα πράγματα στο σπίτι μου.
  6. (μη μετρήσιμο, συχνά σε σύνθετα) το σύστημα, ο μηχανισμός που χρησιμοποιείται για συγκεκριμένο σκοπό
      the ship’s steering gear - το σύστημα πηδαλιούχηση πλοίου
      the airplane landing gear - ο μηχανισμός προσγείωσης αεροπλάνου
  7. (μηχανολογία) το γρανάζι, σύστημα οδοντωτών τροχών που συμπλέκονται ώστε να μεταφέρουν την κίνηση από έναν άξονα περιστροφής σ΄ έναν άλλο άξονα
      The gear must be lubricated to work properly.
    Το γρανάζι πρέπει να λιπανθεί για να λειτουργήσει σωστά.
      The engine’s gears need maintenance.
    Τα γρανάζια του κινητήρα χρειάζονται συντήρηση.
      Every employee is a gear in the company’s machine.
    Κάθε εργαζόμενος είναι ένα γρανάζι στη μηχανή της εταιρείας. (μεταφορικά)
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη gearwheel

gear (en)