gear
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
gear | gears |
gear (en)
- η ταχύτητα, οι διάφορες σχέσεις στροφών του κινητήρα του αυτοκινήτου προς τις στροφές των τροχών του
- ⮡ Careless use of the clutch may damage the gears.
- Η απρόσεκτη χρήση του συμπλέκτη μπορεί να προκαλέσει ζημιά στις ταχύτητες.
- ⮡ Careless use of the clutch may damage the gears.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο), η ταχύτητα, μια συγκεκριμένη θέση των ταχυτήτων σε ένα όχημα
- ⮡ Put it in fourth gear now.
- Βάλε την τέταρτη ταχύτητα τώρα.
- ⮡ Put it in fourth gear now.
- (μη μετρήσιμο) ο εξοπλισμός, τα είδη, τα αντικείμενα που απαιτούνται για μια συγκεκριμένη δραστηριότητα
- (μη μετρήσιμο, ανεπίσημο) τα ρούχα
- ⮡ Do you like my new gear?
- Σου αρέσουν τα καινούρια μου ρούχα;
- ⮡ Do you like my new gear?
- (μη μετρήσιμο, ανεπίσημο) τα πράγματα που κατέχει ένα άτομο
- ⮡ He left all his gear at my house.
- Άφησε όλα του τα πράγματα στο σπίτι μου.
- ⮡ He left all his gear at my house.
- (μη μετρήσιμο, συχνά σε σύνθετα) το σύστημα, ο μηχανισμός που χρησιμοποιείται για συγκεκριμένο σκοπό
- ⮡ the ship’s steering gear - το σύστημα πηδαλιούχηση πλοίου
- ⮡ the airplane landing gear - ο μηχανισμός προσγείωσης αεροπλάνου
- (μηχανολογία) το γρανάζι, σύστημα οδοντωτών τροχών που συμπλέκονται ώστε να μεταφέρουν την κίνηση από έναν άξονα περιστροφής σ΄ έναν άλλο άξονα
- ⮡ The gear must be lubricated to work properly.
- Το γρανάζι πρέπει να λιπανθεί για να λειτουργήσει σωστά.
- ⮡ The engine’s gears need maintenance.
- Τα γρανάζια του κινητήρα χρειάζονται συντήρηση.
- ⮡ Every employee is a gear in the company’s machine.
- Κάθε εργαζόμενος είναι ένα γρανάζι στη μηχανή της εταιρείας. (μεταφορικά)
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη gearwheel
- ⮡ The gear must be lubricated to work properly.
Ρήμα
επεξεργασίαgear (en)
- → δείτε τα phrasal verbs gear down, gear to, gear towards και gear up