ενικός         πληθυντικός  
gearwheel gearwheels

  Ετυμολογία

επεξεργασία
gearwheel < gear + wheel

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

gearwheel (en)

  • (μηχανολογία) το γρανάζι, προεξοχή οδοντωτού τροχού σε σύστημα γραναζιών
    ⮡  The broken gearwheel in the clock was replaced with a new one.
    Το χαλασμένο γρανάζι στο ρολόι αντικαταστάθηκε με καινούργιο.
     συνώνυμα:  cog, cogwheel και gear

Άλλες γραφές

επεξεργασία