gearwheel
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
gearwheel | gearwheels |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαgearwheel (en)
- (μηχανολογία) το γρανάζι, προεξοχή οδοντωτού τροχού σε σύστημα γραναζιών
ενικός | πληθυντικός |
gearwheel | gearwheels |
gearwheel (en)