ενεστώτας gear to
γ΄ ενικό ενεστώτα gears to
αόριστος geared to
παθητική μετοχή geared to
ενεργητική μετοχή gearing to

  Ετυμολογία

επεξεργασία
gear to < → δείτε τις λέξεις gear και to

gear to (en)

  • προσαρμόζω σε, αλλάζω κάτι για να είναι κατάλληλο για συγκεκριμένο σκοπό
    ⮡  The country’s economy must be geared to the demands of the war.
    Η οικονομία της χώρας πρέπει να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του πολέμου.
    ⮡  They geared the book to the needs of the beginners.
    Προσάρμοσαν το βιβλίο στις ανάγκες των αρχαρίων.

Άλλες μορφές

επεξεργασία