τροφοδοτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τροφοδοτώ < τροφή + -ο- + -δοτώ (< αρχαία ελληνική δίδωμι)
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1856
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : / tɾo.fo.ðoˈto/
Ρήμα
επεξεργασίατροφοδοτώ (παθητική φωνή: τροφοδοτούμαι)
- δίνω τροφή
- (μεταφορικά) παρέχω τα απαραίτητα για τη λειτουργία ενός συστήματος, ενός μηχανήματος κ.λπ.
- τροφοδοτώ τον κινητήρα με καύσιμο
- δίνω κάτι συστηματικά και χωρίς διακοπή
- η φωτοβολταϊκή εγκατάσταση τροφοδοτεί με ηλεκτρική ενέργεια τις ανάγκες του σπιτιού μας
- στηρίζω, ενισχύω, συντηρώ μια κατάσταση ή ένα φαινόμενο
- η οικονομική κρίση τροφοδοτεί την ανησυχία για το μέλλον
- (αθλητισμός) δίνω τη μπάλα σε συμπαίκτη, ώστε να συνεχίσει την επίθεση της ομάδας
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις τροφοδότης, τρέφω και δίνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τροφοδοτώ | τροφοδοτούσα | θα τροφοδοτώ | να τροφοδοτώ | τροφοδοτώντας | |
β' ενικ. | τροφοδοτείς | τροφοδοτούσες | θα τροφοδοτείς | να τροφοδοτείς | ||
γ' ενικ. | τροφοδοτεί | τροφοδοτούσε | θα τροφοδοτεί | να τροφοδοτεί | ||
α' πληθ. | τροφοδοτούμε | τροφοδοτούσαμε | θα τροφοδοτούμε | να τροφοδοτούμε | ||
β' πληθ. | τροφοδοτείτε | τροφοδοτούσατε | θα τροφοδοτείτε | να τροφοδοτείτε | τροφοδοτείτε | |
γ' πληθ. | τροφοδοτούν(ε) | τροφοδοτούσαν(ε) | θα τροφοδοτούν(ε) | να τροφοδοτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τροφοδότησα | θα τροφοδοτήσω | να τροφοδοτήσω | τροφοδοτήσει | ||
β' ενικ. | τροφοδότησες | θα τροφοδοτήσεις | να τροφοδοτήσεις | τροφοδότησε | ||
γ' ενικ. | τροφοδότησε | θα τροφοδοτήσει | να τροφοδοτήσει | |||
α' πληθ. | τροφοδοτήσαμε | θα τροφοδοτήσουμε | να τροφοδοτήσουμε | |||
β' πληθ. | τροφοδοτήσατε | θα τροφοδοτήσετε | να τροφοδοτήσετε | τροφοδοτήστε | ||
γ' πληθ. | τροφοδότησαν τροφοδοτήσαν(ε) |
θα τροφοδοτήσουν(ε) | να τροφοδοτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τροφοδοτήσει | είχα τροφοδοτήσει | θα έχω τροφοδοτήσει | να έχω τροφοδοτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις τροφοδοτήσει | είχες τροφοδοτήσει | θα έχεις τροφοδοτήσει | να έχεις τροφοδοτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει τροφοδοτήσει | είχε τροφοδοτήσει | θα έχει τροφοδοτήσει | να έχει τροφοδοτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τροφοδοτήσει | είχαμε τροφοδοτήσει | θα έχουμε τροφοδοτήσει | να έχουμε τροφοδοτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε τροφοδοτήσει | είχατε τροφοδοτήσει | θα έχετε τροφοδοτήσει | να έχετε τροφοδοτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τροφοδοτήσει | είχαν τροφοδοτήσει | θα έχουν τροφοδοτήσει | να έχουν τροφοδοτήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τροφοδοτούμαι | τροφοδοτούμουν | θα τροφοδοτούμαι | να τροφοδοτούμαι | τροφοδοτούμενος | |
β' ενικ. | τροφοδοτείσαι | τροφοδοτούσουν | θα τροφοδοτείσαι | να τροφοδοτείσαι | ||
γ' ενικ. | τροφοδοτείται | τροφοδοτούνταν | θα τροφοδοτείται | να τροφοδοτείται | ||
α' πληθ. | τροφοδοτούμαστε | τροφοδοτούμασταν τροφοδοτούμαστε |
θα τροφοδοτούμαστε | να τροφοδοτούμαστε | ||
β' πληθ. | τροφοδοτείστε | τροφοδοτούσασταν τροφοδοτούσαστε |
θα τροφοδοτείστε | να τροφοδοτείστε | τροφοδοτείστε | |
γ' πληθ. | τροφοδοτούνται | τροφοδοτούνταν | θα τροφοδοτούνται | να τροφοδοτούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τροφοδοτήθηκα | θα τροφοδοτηθώ | να τροφοδοτηθώ | τροφοδοτηθεί | ||
β' ενικ. | τροφοδοτήθηκες | θα τροφοδοτηθείς | να τροφοδοτηθείς | τροφοδοτήσου | ||
γ' ενικ. | τροφοδοτήθηκε | θα τροφοδοτηθεί | να τροφοδοτηθεί | |||
α' πληθ. | τροφοδοτηθήκαμε | θα τροφοδοτηθούμε | να τροφοδοτηθούμε | |||
β' πληθ. | τροφοδοτηθήκατε | θα τροφοδοτηθείτε | να τροφοδοτηθείτε | τροφοδοτηθείτε | ||
γ' πληθ. | τροφοδοτήθηκαν τροφοδοτηθήκαν(ε) |
θα τροφοδοτηθούν(ε) | να τροφοδοτηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω τροφοδοτηθεί | είχα τροφοδοτηθεί | θα έχω τροφοδοτηθεί | να έχω τροφοδοτηθεί | τροφοδοτημένος | |
β' ενικ. | έχεις τροφοδοτηθεί | είχες τροφοδοτηθεί | θα έχεις τροφοδοτηθεί | να έχεις τροφοδοτηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει τροφοδοτηθεί | είχε τροφοδοτηθεί | θα έχει τροφοδοτηθεί | να έχει τροφοδοτηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε τροφοδοτηθεί | είχαμε τροφοδοτηθεί | θα έχουμε τροφοδοτηθεί | να έχουμε τροφοδοτηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε τροφοδοτηθεί | είχατε τροφοδοτηθεί | θα έχετε τροφοδοτηθεί | να έχετε τροφοδοτηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν τροφοδοτηθεί | είχαν τροφοδοτηθεί | θα έχουν τροφοδοτηθεί | να έχουν τροφοδοτηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι τροφοδοτημένος - είμαστε, είστε, είναι τροφοδοτημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν τροφοδοτημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν τροφοδοτημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι τροφοδοτημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι τροφοδοτημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι τροφοδοτημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι τροφοδοτημένοι |