Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fuel fuels

fuel (en)

  1. το καύσιμο
  2. ουσία που τρέφει έναν οργανισμό, τροφή
ενεστώτας fuel
γ΄ ενικό ενεστώτα fuels
αόριστος fueled
παθητική μετοχή fueled
ενεργητική μετοχή fueling

fuel (en)

  1. τροφοδοτώ οτιδήποτε με κάποια πηγή ενέργειας
    ⮡  The plant fuels the city with electricity.
    Το εργοστάσιο τροφοδοτεί την πόλη με ρεύμα.
     συνώνυμα: power, feed
  2. (μεταφορικά) τροφοδοτώ
    ⮡  The economic crisis fuels concern about the future.
    Η οικονομική κρίση τροφοδοτεί την ανησυχία για το μέλλον.