Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τροφοδοτημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τροφοδοτημέν
ος
η
τροφοδοτημέν
η
το
τροφοδοτημέν
ο
γενική
του
τροφοδοτημέν
ου
της
τροφοδοτημέν
ης
του
τροφοδοτημέν
ου
αιτιατική
τον
τροφοδοτημέν
ο
την
τροφοδοτημέν
η
το
τροφοδοτημέν
ο
κλητική
τροφοδοτημέν
ε
τροφοδοτημέν
η
τροφοδοτημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τροφοδοτημέν
οι
οι
τροφοδοτημέν
ες
τα
τροφοδοτημέν
α
γενική
των
τροφοδοτημέν
ων
των
τροφοδοτημέν
ων
των
τροφοδοτημέν
ων
αιτιατική
τους
τροφοδοτημέν
ους
τις
τροφοδοτημέν
ες
τα
τροφοδοτημέν
α
κλητική
τροφοδοτημέν
οι
τροφοδοτημέν
ες
τροφοδοτημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
τροφοδοτημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
τροφοδοτώ
Μετοχή
επεξεργασία
τροφοδοτημένος
, -η, -ο
→
δείτε
τη
λέξη
τροφοδοτώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τροφοδοτημένος