Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τροφοδοτημένος η τροφοδοτημένη το τροφοδοτημένο
      γενική του τροφοδοτημένου της τροφοδοτημένης του τροφοδοτημένου
    αιτιατική τον τροφοδοτημένο την τροφοδοτημένη το τροφοδοτημένο
     κλητική τροφοδοτημένε τροφοδοτημένη τροφοδοτημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τροφοδοτημένοι οι τροφοδοτημένες τα τροφοδοτημένα
      γενική των τροφοδοτημένων των τροφοδοτημένων των τροφοδοτημένων
    αιτιατική τους τροφοδοτημένους τις τροφοδοτημένες τα τροφοδοτημένα
     κλητική τροφοδοτημένοι τροφοδοτημένες τροφοδοτημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τροφοδοτημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τροφοδοτώ

  Μετοχή επεξεργασία

τροφοδοτημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία