Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξοπλισμένος η εξοπλισμένη το εξοπλισμένο
      γενική του εξοπλισμένου της εξοπλισμένης του εξοπλισμένου
    αιτιατική τον εξοπλισμένο την εξοπλισμένη το εξοπλισμένο
     κλητική εξοπλισμένε εξοπλισμένη εξοπλισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξοπλισμένοι οι εξοπλισμένες τα εξοπλισμένα
      γενική των εξοπλισμένων των εξοπλισμένων των εξοπλισμένων
    αιτιατική τους εξοπλισμένους τις εξοπλισμένες τα εξοπλισμένα
     κλητική εξοπλισμένοι εξοπλισμένες εξοπλισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξοπλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξοπλίζω

  Μετοχή επεξεργασία

εξοπλισμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εξοπλίζω

  Μεταφράσεις επεξεργασία