• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

εξοπλισμένος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Μετοχή
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική εξοπλισμένος εξοπλισμένη εξοπλισμένο
γενική εξοπλισμένου εξοπλισμένης εξοπλισμένου
αιτιατική εξοπλισμένο εξοπλισμένη εξοπλισμένο
κλητική εξοπλισμένε εξοπλισμένη εξοπλισμένο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική εξοπλισμένοι εξοπλισμένες εξοπλισμένα
γενική εξοπλισμένων εξοπλισμένων εξοπλισμένων
αιτιατική εξοπλισμένους εξοπλισμένες εξοπλισμένα
κλητική εξοπλισμένοι εξοπλισμένες εξοπλισμένα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εξοπλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εξοπλίζω

  ΜετοχήΕπεξεργασία

εξοπλισμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εξοπλίζω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    εξοπλισμένος
  • αγγλικά : outfitted (en)
  • γαλλικά : muni (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εξοπλισμένος&oldid=4454373"
Τελευταία επεξεργασία στις 10 Ιανουαρίου 2020, στις 04:43

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 10 Ιανουαρίου 2020, στις 04:43.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie