Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξοπλισμένος
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
πτώση
ενικός
ονομαστική
εξοπλισμέν
ος
εξοπλισμέν
η
εξοπλισμέν
ο
γενική
εξοπλισμέν
ου
εξοπλισμέν
ης
εξοπλισμέν
ου
αιτιατική
εξοπλισμέν
ο
εξοπλισμέν
η
εξοπλισμέν
ο
κλητική
εξοπλισμέν
ε
εξοπλισμέν
η
εξοπλισμέν
ο
πτώση
πληθυντικός
ονομαστική
εξοπλισμέν
οι
εξοπλισμέν
ες
εξοπλισμέν
α
γενική
εξοπλισμέν
ων
εξοπλισμέν
ων
εξοπλισμέν
ων
αιτιατική
εξοπλισμέν
ους
εξοπλισμέν
ες
εξοπλισμέν
α
κλητική
εξοπλισμέν
οι
εξοπλισμέν
ες
εξοπλισμέν
α
Ετυμολογία
Επεξεργασία
εξοπλισμένος
< μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος
εξοπλίζω
Μετοχή
Επεξεργασία
εξοπλισμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
εξοπλίζω
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
εξοπλισμένος
αγγλικά
:
outfitted
(en)
γαλλικά
:
muni
(fr)