εξοπλισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαεξοπλισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του εξοπλισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του εξοπλισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εξοπλισμένος