equipping
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
equipping | equippings |
equipping (en)
- ο εξοπλισμός, ο εφοδιασμός με τα κατάλληλα εργαλεία, εξαρτήματα, μηχανήματα, όργανα
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
equipping (en)
ενικός | πληθυντικός |
equipping | equippings |
equipping (en)
equipping (en)