Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
equipping equippings

equipping (en)

  1. ο εξοπλισμός, ο εφοδιασμός με τα κατάλληλα εργαλεία, εξαρτήματα, μηχανήματα, όργανα
    ⮡  The construction of the hospital finished, yet equipping it has still not begun
    H κατασκευή του νοσοκομείου τελείωσε δεν έχει όμως ακόμα αρχίσει ο εξοπλισμός του
     συνώνυμα: equipment, supply

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

equipping (en)