αφοπλισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αφοπλισμός < μεσαιωνική ελληνική ἀφοπλισμός < (ελληνιστική κοινή) ἀφοπλίζω < αρχαία ελληνική ἀφοπλίζομαι < ἀπό + ὅπλον
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.fo.pliˈzmos/
Ουσιαστικό επεξεργασία
αφοπλισμός αρσενικό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αφοπλίζω
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αφοπλισμός
|