Ετυμολογία

επεξεργασία
come on < → δείτε τις λέξεις come και on

  Επιφώνημα

επεξεργασία

come on (en)

  • έλα, εμπρός, άντε, για έντονη προτροπή ή προσταγή
    ⮡  Come on, don’t be a fool.
    Έλα, μην είσαι ανόητος!
    ⮡  Come on, tell me what you want.
    Εμπρός πες μας τι θέλεις.
    ⮡  Come on and get started, don’t wast time.
    Εμπρός ξεκινά, μη χασομεράς.
    ⮡  Come on, get up and let’s go!
    Άντε, σηκωθείτε να πηγαίνουμε!

Άλλες μορφές

επεξεργασία
ενεστώτας come on
γ΄ ενικό ενεστώτα comes on
αόριστος came on
παθητική μετοχή come on
ενεργητική μετοχή coming on

come on (en)

  1. (αμετάβατο) αρχίζω να πέφτω
    ⮡  The rain came on again, worse than before.
    Ξανάρχισε να πέφτει η βροχή, χειρότερα από πριν.
  2. (αμετάβατο) ανάβω, κάτι αρχίζει να λειτουργεί
    ⮡  What time does the heat/do the lights in the street come on?
    Τι ώρα ανάβει το καλοριφέρ/το φως στο δρόμο;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη switch on