come on
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπιφώνημα
επεξεργασίαcome on (en)
- έλα, εμπρός, άντε, για έντονη προτροπή ή προσταγή
- ⮡ Come on, don’t be a fool.
- Έλα, μην είσαι ανόητος!
- ⮡ Come on, tell me what you want.
- Εμπρός πες μας τι θέλεις.
- ⮡ Come on and get started, don’t wast time.
- Εμπρός ξεκινά, μη χασομεράς.
- ⮡ Come on, get up and let’s go!
- Άντε, σηκωθείτε να πηγαίνουμε!
- ⮡ Come on, don’t be a fool.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | come on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | comes on |
αόριστος | came on |
παθητική μετοχή | come on |
ενεργητική μετοχή | coming on |
come on (en)
- (αμετάβατο) αρχίζω να πέφτω
- ⮡ The rain came on again, worse than before.
- Ξανάρχισε να πέφτει η βροχή, χειρότερα από πριν.
- ⮡ The rain came on again, worse than before.
- (αμετάβατο) ανάβω, κάτι αρχίζει να λειτουργεί
Πηγές
επεξεργασία- come on - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 42, 697-699. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανάβω, πέφτω