ενεστώτας shape up
γ΄ ενικό ενεστώτα shapes up
αόριστος shaped up
παθητική μετοχή shaped up
ενεργητική μετοχή shaping up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
shape up < → δείτε τις λέξεις shape και up

shape up (en)

  1. εξελίσσομαι με συγκεκριμένο τρόπο, ειδικά με καλό τρόπο
    ⮡  Our plans are shaping up nicely.
    Τα σχέδια μας εξελίσσονται καλά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη turn out
  2. (ανεπίσημο) εξελίσσομαι, προχωρώ, βελτιώνω τη συμπεριφορά μου, δουλεύω σκληρότερα κτλ.
    ⮡  The child is shaping up satisfactorily.
    Το παιδί εξελίσσεται/προχωρεί ικανοποιητικά.