end up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | end up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | ends up |
αόριστος | ended up |
παθητική μετοχή | ended up |
ενεργητική μετοχή | ending up |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
end up (en)
- καταλήγω, βγαίνω, καταντώ, βρίσκομαι σε ένα μέρος ή μια κατάσταση στο τέλος μιας διαδικασίας ή μιας χρονικής περιόδου
- ⮡ You will end up in prison if you keep this up.
- Θα καταλήξεις στη φυλακή αν συνεχίσεις έτσι.
- ⮡ If you associate with bums, you’ll end up becoming one yourself.
- Αν συναναστρέφεσαι με αλήτες θα καταλήξεις να γίνεις και συ τέτοιος.
- ⮡ He ended up being a thief/liar/cheat.
- Βγήκε κλέφτης/ψεύτης/απατεώνας.
- ⮡ It ended up rainy all day.
- Η μέρα βγήκε βροχερή.
- ⮡ With how you’re behaving, you’ll end up having no friends.
- Έτσι όπως φέρεσαι, θα καταντήσεις να μην έχεις φίλους.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη turn out
- ⮡ You will end up in prison if you keep this up.
Πηγές
επεξεργασία
- end up - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 162. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγαίνω