ενεστώτας end up
γ΄ ενικό ενεστώτα ends up
αόριστος ended up
παθητική μετοχή ended up
ενεργητική μετοχή ending up

Ετυμολογία

επεξεργασία
end up <  δείτε τις λέξεις end και up

end up (en)

  • καταλήγω, βγαίνω, καταντώ, βρίσκομαι σε ένα μέρος ή μια κατάσταση στο τέλος μιας διαδικασίας ή μιας χρονικής περιόδου
      You will end up in prison if you keep this up.
    Θα καταλήξεις στη φυλακή αν συνεχίσεις έτσι.
      If you associate with bums, you’ll end up becoming one yourself.
    Αν συναναστρέφεσαι με αλήτες θα καταλήξεις να γίνεις και συ τέτοιος.
      He ended up being a thief/liar/cheat.
    Βγήκε κλέφτης/ψεύτης/απατεώνας.
      It ended up rainy all day.
    Η μέρα βγήκε βροχερή.
      With how you’re behaving, you’ll end up having no friends.
    Έτσι όπως φέρεσαι, θα καταντήσεις να μην έχεις φίλους.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη turn out