pass off
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | pass off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | passes off |
αόριστος | passed off |
παθητική μετοχή | passed off |
ενεργητική μετοχή | passing off |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαpass off (en) (βρετανικά αγγλικά)
- εξελίσσομαι, για ένα γεγονός που γίνεται και ολοκληρώνεται με συγκεκριμένο τρόπο
Πηγές
επεξεργασία- pass off - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 304. ISBN 9780194325684., λήμμα: εξελίσσω