ενεστώτας pass off
γ΄ ενικό ενεστώτα passes off
αόριστος passed off
παθητική μετοχή passed off
ενεργητική μετοχή passing off

  Ετυμολογία

επεξεργασία
pass off < → δείτε τις λέξεις pass και off

pass off (en) (βρετανικά αγγλικά)

  • εξελίσσομαι, για ένα γεγονός που γίνεται και ολοκληρώνεται με συγκεκριμένο τρόπο
    ⮡  The meeting passed off smoothly.
    Η συγκέντρωση εξελίχθηκε ομαλά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη turn out